- ορθόδοξος
- -η, -ο (ΑΜ ὀρθόδοξος, -ον)1. αυτός που έχει ορθή θρησκευτική πίστη, αυτός που ακολουθεί το ορθό θρησκευτικό δόγμα2. αυτός που έχει ορθή δοξασία, ορθή γνώμη, που ορθοφρονεί3. (ως επίθ. και ως ουσ.) ο χριστιανός που ασπάζεται τα δόγματα τής Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίαςνεοελλ.μτφ. αυτός που ασπάζεται πιστά και απαρέγκλιτα τις αρχές ενός πολιτικού δόγματος («είναι ορθόδοξος κομμουνιστής»)νεοελλ.-μσν.φρ. α) «Ορθόδοξη Εκκλησία» ή «Ορθόδοξος Εκκλησία» — η Ανατολική Χριστιανική Εκκλησία, σε αντιδιαστολή προς τη Δυτική και τις άλλες μη ορθόδοξες Εκκλησίεςβ) «ορθόδοξο(ν) δόγμα» — το δόγμα που πρεσβεύεται από την Ανατολική Χριστιανική Εκκλησία.επίρρ...ορθοδόξως και ορθόδοξα (Α ὀρθοδόξως)με ορθόδοξο τρόπο. '[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + -δοξος (< δόξα «γνώμη»), πρβλ. πολύ-δοξος].
Dictionary of Greek. 2013.